Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ηρωφόρος — ἡρωφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει ήρωες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως, ωος + φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] … Dictionary of Greek
ἡρωφόρος — bearing heroes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)